H μουσμουλιά ή μεσκουλιά είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο φυτό που ανήκει στην οικογένεια των Ροδοειδών (Rosaceae).
Η μουσμουλιά είναι δέντρο αειθαλές, ιθαγενές της Κίνας και Ιαπωνίας.
Στη Μεσόγειο εισήχθη γύρω στα τέλη του 17ου αιώνα, αλλά άρχισε να καλλιεργείται συστηματικά στα μέσα του 18ου αιώνα.
Στην Ελλάδα το ενδιαφέρον για την καλλιέργειά της αναζωπυρώθηκε τα τελευταία χρόνια λόγω του ότι τα μούσμουλα εμφανίζονται στην αγορά μια περίοδο που υπάρχει πραγματικό έλλειμμα από φρέσκα φρούτα.
Απαντάται με τις εξής κοινές ονομασίες: μουσμουλιά ή μεσπιλέα (Πελοπόννησος), νεσπολιά ή νοσπολιά (Κέρκυρα), δεσπολιά (Κρήτη) και πολημιδία ή μεσπιλιά (Κύπρος).
Θεωρείται από τα πλέον αρχαία φυτά με καταγωγή από την Ιαπωνία και την Κίνα.
Σήμερα καλλιεργείται για το νόστιμο κίτρινο καρπό της το μούσμουλο, αλλά και ως καλλωπιστικό για το πλούσιο της φύλλωμα.
Το ύψος του δέντρου φτάνει τα 8 μέτρα και ο κορμός του είναι σχεδόν ευθύγραμμος.
Τα φύλλα του είναι μεγάλα και δερματώδη, σκληρά πράσινα στο πάνω μέρος και ελαφριά πράσινα χνουδωτά στο κάτω φτάνουν δε στο μήκος τα 25 εκατοστά.
Τα άνθη της μουσμουλιάς είναι λευκοκίτρινα με ευχάριστη οσμή πικραμύγδαλου και σχηματίζουν βότρυς με πυκνό χνούδι.
Ο πολλαπλασιασμός της γίνεται με σπορά και το φυτό αναπτύσσεται εύκολα, αλλά και με εμβολιασμό των συγγενικών δέντρων της κυδωνιάς και της μεσπιλιάς.
Το δέντρο ανθίζει από το Σεπτέμβριο ως το Ιανουάριο και δίνει ώριμους καρπούς από τον Απρίλιο ως το Μάιο.
Η καρποφορία του δέντρου αρχίζει από τον 6ο – 7ο χρόνο της ζωής του , ενώ σε πλήρη καρποφορία είναι μετά τον 12ο χρόνο.
Η μουσμουλιά είναι ανθεκτική στο ψύχος και στη ζέστη.
Στην Ελλάδα η μουσμουλιά εισήχθη περί τα μέσα του 19ου αιώνα.
Η εκμετάλλευσή της από τις μέλισσες έξαρτάται από τις θερμοκρασίες της εποχής και δίνει νέκταρ και γύρη χρώματος μπέζ θαμπό.
Η μουσμουλιά είναι δέντρο αειθαλές, ιθαγενές της Κίνας και Ιαπωνίας.
Στη Μεσόγειο εισήχθη γύρω στα τέλη του 17ου αιώνα, αλλά άρχισε να καλλιεργείται συστηματικά στα μέσα του 18ου αιώνα.
Στην Ελλάδα το ενδιαφέρον για την καλλιέργειά της αναζωπυρώθηκε τα τελευταία χρόνια λόγω του ότι τα μούσμουλα εμφανίζονται στην αγορά μια περίοδο που υπάρχει πραγματικό έλλειμμα από φρέσκα φρούτα.
Απαντάται με τις εξής κοινές ονομασίες: μουσμουλιά ή μεσπιλέα (Πελοπόννησος), νεσπολιά ή νοσπολιά (Κέρκυρα), δεσπολιά (Κρήτη) και πολημιδία ή μεσπιλιά (Κύπρος).
Θεωρείται από τα πλέον αρχαία φυτά με καταγωγή από την Ιαπωνία και την Κίνα.
Σήμερα καλλιεργείται για το νόστιμο κίτρινο καρπό της το μούσμουλο, αλλά και ως καλλωπιστικό για το πλούσιο της φύλλωμα.
Το ύψος του δέντρου φτάνει τα 8 μέτρα και ο κορμός του είναι σχεδόν ευθύγραμμος.
Τα φύλλα του είναι μεγάλα και δερματώδη, σκληρά πράσινα στο πάνω μέρος και ελαφριά πράσινα χνουδωτά στο κάτω φτάνουν δε στο μήκος τα 25 εκατοστά.
Τα άνθη της μουσμουλιάς είναι λευκοκίτρινα με ευχάριστη οσμή πικραμύγδαλου και σχηματίζουν βότρυς με πυκνό χνούδι.
Ο πολλαπλασιασμός της γίνεται με σπορά και το φυτό αναπτύσσεται εύκολα, αλλά και με εμβολιασμό των συγγενικών δέντρων της κυδωνιάς και της μεσπιλιάς.
Το δέντρο ανθίζει από το Σεπτέμβριο ως το Ιανουάριο και δίνει ώριμους καρπούς από τον Απρίλιο ως το Μάιο.
Η καρποφορία του δέντρου αρχίζει από τον 6ο – 7ο χρόνο της ζωής του , ενώ σε πλήρη καρποφορία είναι μετά τον 12ο χρόνο.
Η μουσμουλιά είναι ανθεκτική στο ψύχος και στη ζέστη.
Στην Ελλάδα η μουσμουλιά εισήχθη περί τα μέσα του 19ου αιώνα.
Η εκμετάλλευσή της από τις μέλισσες έξαρτάται από τις θερμοκρασίες της εποχής και δίνει νέκταρ και γύρη χρώματος μπέζ θαμπό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου