Τυπικό μεσογειακό αειθαλές δένδρο μέτριας ανάπτυξης, με ύψος που φτάνει τα 15μ.
Aναφέρεται ως «ημερίς», τόσο από τον Θεόφραστο ( 372π.χ- περ. 287/5 π.Χ) όσο και από τον Διοσκουρίδη (40-902 μ.Χ).
Αναπτύσσεται αργά , με χαμηλούς ρυθμούς, γεγονός που καθιστά εύκολη την προσαρμογή της σε φτωχά εδάφη και σε συνθήκες υδατικών και θερμοκρασιακών καταπονήσεων.
Έχει δυνατότητα ανάπτυξης σε μεγάλο εύρος τύπου εδαφών και περιστασιακά βρίσκεται υπό μορφή πυκνού δάσους.
Πρόκειται για είδος, ανθεκτικό σε ακραίες συνθήκες, με εξαιρετική προσαρμογή στις οικολογικές συνθήκες της Μεσογείου.
Ο φλοιός του στην αρχή είναι λείος γυαλιστερός και σταχτόχρωμος, αργότερα με κατά μήκος και εγκάρσιες σχισμές σταχτοκάστανος.
Τα φύλλα της είναι δερματώδη, σκληρά, πράσινα, έντονα πολυμορφικά, με μικρούς μίσχους και μυτερές άκρες, αρχικά τριχωτά και στις δυο πλευρές που στη συνέχεια γίνονται στιλπνά στην επάνω επιφάνεια.
Η περίοδος άνθησης είναι περίπου τους μήνες Απρίλιο και Μάιο.
Τον Οκτώβριο και Νοέμβριο ωριμάζουν οι καρποί (μονοετής) , οι οποίοι αμέσως μετά πέφτουν. Φύεται σε μεγάλο υψόμετρο. Είναι ένα σπάνιο δέντρο , κάτι μεταξύ βελανιδιάς και πρίνου, που συναντάται στα ορεινά της Χίου, της Κρήτης και ορισμένων νησιών του Αιγαίου, καθώς και στην Στερεά Ελλάδα.
Όπως όλα τα είδη βελανιδιάς, η Αριά δεν αντέχει στην σκίαση.
Aναφέρεται ως «ημερίς», τόσο από τον Θεόφραστο ( 372π.χ- περ. 287/5 π.Χ) όσο και από τον Διοσκουρίδη (40-902 μ.Χ).
Αναπτύσσεται αργά , με χαμηλούς ρυθμούς, γεγονός που καθιστά εύκολη την προσαρμογή της σε φτωχά εδάφη και σε συνθήκες υδατικών και θερμοκρασιακών καταπονήσεων.
Έχει δυνατότητα ανάπτυξης σε μεγάλο εύρος τύπου εδαφών και περιστασιακά βρίσκεται υπό μορφή πυκνού δάσους.
Πρόκειται για είδος, ανθεκτικό σε ακραίες συνθήκες, με εξαιρετική προσαρμογή στις οικολογικές συνθήκες της Μεσογείου.
Ο φλοιός του στην αρχή είναι λείος γυαλιστερός και σταχτόχρωμος, αργότερα με κατά μήκος και εγκάρσιες σχισμές σταχτοκάστανος.
Τα φύλλα της είναι δερματώδη, σκληρά, πράσινα, έντονα πολυμορφικά, με μικρούς μίσχους και μυτερές άκρες, αρχικά τριχωτά και στις δυο πλευρές που στη συνέχεια γίνονται στιλπνά στην επάνω επιφάνεια.
Η περίοδος άνθησης είναι περίπου τους μήνες Απρίλιο και Μάιο.
Τον Οκτώβριο και Νοέμβριο ωριμάζουν οι καρποί (μονοετής) , οι οποίοι αμέσως μετά πέφτουν. Φύεται σε μεγάλο υψόμετρο. Είναι ένα σπάνιο δέντρο , κάτι μεταξύ βελανιδιάς και πρίνου, που συναντάται στα ορεινά της Χίου, της Κρήτης και ορισμένων νησιών του Αιγαίου, καθώς και στην Στερεά Ελλάδα.
Όπως όλα τα είδη βελανιδιάς, η Αριά δεν αντέχει στην σκίαση.
Είναι μακρόβιο είδος που μπορεί να κυριαρχεί για εκατοντάδες χρόνια σε ένα αδιατάρακτο δάσος.
Δίνει νέκταρ γύρη και μελίτωμα.
Το μέλι της δεν είναι τόσο σκούρο όσο της Βελανιδιάς. Αν ευνοηθεί από τις κλιματικές συνθήκες, σχετική υγρασία δηλαδή, τα μελίσσια μαζεύουν μεγάλες ποσότητες μελιτώματος..
Δίνει νέκταρ γύρη και μελίτωμα.
Το μέλι της δεν είναι τόσο σκούρο όσο της Βελανιδιάς. Αν ευνοηθεί από τις κλιματικές συνθήκες, σχετική υγρασία δηλαδή, τα μελίσσια μαζεύουν μεγάλες ποσότητες μελιτώματος..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου