Η Σίκαλη είναι Αγγειόσπερμο, μονοκότυλο φυτό που ανήκει στην οικογένεια των Ποοειδών (Poaceae) ή Αγρωστωδών (Gramineae).
Είναι μονοετές, ποώδες φυτό με καταγωγή από τη νοτιανατολική Ευρώπη και την Ασία και το πιο σημαντικό είδος του η Σίκαλις η σιτηρά Secale cereale καλλιεργείται σήμερα ως σιτηρό για τον καρπό του.
Αποτελεί το μοναδικό καλλιεργούμενο είδος του γένους Secale.
Οι πρώτες καλλιέργειες σίκαλης άρχισαν στην Ασία και στις νοτιοδυτικές περιοχές το 6500 π.Χ. Στη συνέχεια έφτασε στα Βαλκάνια και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Η σίκαλη μοιάζει πολύ με το σιτάρι και άλλα σιτηρά , έχει πολύ δυνατό ριζικό σύστημα αντέχει δε περισσότερο από αυτά ,σε φτωχά εδάφη και στην ξηρασία.
Τα φύλλα της είναι στενόμακρα, τραχιά , χνουδωτά και έχουν ερυθρωπό χρώμα. Το κάθε στάχυ έχει σχήμα στρογγυλό και κυλινδρικό και φέρει πολύ μικρά στάχυα που έχουν τρία άνθη από τα οποία τα δύο είναι γόνιμα.
Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα (έχουν και αρσενικά και θηλυκά όργανα) και γονιμοποιούνται με τον αέρα.
Ο καρπός της σίκαλης είναι πιο μακρύς και πιο μυτερός από αυτόν του σιταριού έχει δε χρώμα λαδί, σκούρο πράσινο, κίτρινο ή κυανοπράσινο.
Η σίκαλη ευδοκιμεί περισσότερο σε ψυχρά κλίματα και είναι ανθεκτική σε δύσκολες συνθήκες, ενώ ταλαιπωρείται πολύ σε υψηλές θερμοκρασίες.
Ποικιλίες που φυτεύονται τους φθινοπωρινούς μήνες μπορούν να αντέξουν και σε θερμοκρασίες 30 βαθμών υπό το μηδέν. Έτσι σίκαλη φυτεύεται σε βόρειες ψυχρές περιοχές, όπου άλλα σιτηρά δεν θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν.
Στη χώρα μας καλλιεργείται κυρίως στη Μακεδονία, Ήπειρο, Θράκη και Θεσσαλία.
Ο κόκκος της σίκαλης είναι θρεπτικός περιέχοντας έλαια, άμυλο, αρκετές πρωτεΐνες, βιταμίνες της ομάδας Β και κάλιο. Τα άλευρά της έχουν μικρότερη θρεπτική αξία από του σταριού και δίνουν σκουρόχρωμο ψωμί που όμως διατηρείται μαλακό για περισσότερο διάστημα.
Στη βόρεια Ευρώπη η χρήση ψωμιού από σίκαλη είναι μεγάλη γιατί προτιμάται από μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Συνήθως στο ψωμί αυτό προστίθεται και σιτάρι έτσι ώστε να βοηθήσει στο φούσκωμα καθώς τα άλευρα από σίκαλη δεν βοηθούν σε αυτό.
Η σίκαλη εκτός από την παραγωγή αλεύρων και ψωμιού χρησιμοποιείται στην παρασκευή οινοπνευματωδών ποτών καθώς και αναμεμιγμένη με άλλες τροφές στην παρασκευή ζωοτροφών.
Το σκληρό άχυρο του βλαστού της χρησιμοποιείται στην κατασκευή σκεπών σε πρόχειρα καταλύματα και καλύβες, στην κατασκευή ψάθινων καπέλων, χαρτιού και διαφόρων στρωμάτων.
Αναφέρεται από το Γαληνό ότι καλλιεργήθηκε την εποχή του στη Θράκη και Μακεδονία. Η καλλιέργειά της διαδόθηκε σχεδόν σ’ όλη τη γη, ιδιαίτερα όμως ακμάζει στην πρώην Σοβιετική Ένωση και Σκανδιναβία.
Περιέχει υδατάνθρακες, φυτικές ίνες, λίπος, πρωτείνη, βιταμίνη Α, θειαμίνη (Β1), ριβοφλαβίνη (Β2), νιασίνη (Β3), παντοθενικό οξύ (Β5), βιταμίνη Β6, φολικό οξύ (Β9), βιταμίνη Ε, βιταμίνη Κ, ασβέστιο, σίδηρο, μαγγάνιο, φώσφορο, κάλιο, νάτριο, ψευδάργυρο, χαλκό, μαγνήσιο και σελήνιο.
Το φυτό ανθίζει από τον Μάιο μέχρι τον Ιούλιο ενώ οι σπόροι του ωριμάζουν Αύγουστο και Σεπτέμβριο.
Μελισσοκομικά δεν υπάρχουν πληροφορίες για το αν δουλεύεται από τις μέλισσες και τι δίνει.
Αποτελεί το μοναδικό καλλιεργούμενο είδος του γένους Secale.
Οι πρώτες καλλιέργειες σίκαλης άρχισαν στην Ασία και στις νοτιοδυτικές περιοχές το 6500 π.Χ. Στη συνέχεια έφτασε στα Βαλκάνια και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Η σίκαλη μοιάζει πολύ με το σιτάρι και άλλα σιτηρά , έχει πολύ δυνατό ριζικό σύστημα αντέχει δε περισσότερο από αυτά ,σε φτωχά εδάφη και στην ξηρασία.
Τα φύλλα της είναι στενόμακρα, τραχιά , χνουδωτά και έχουν ερυθρωπό χρώμα. Το κάθε στάχυ έχει σχήμα στρογγυλό και κυλινδρικό και φέρει πολύ μικρά στάχυα που έχουν τρία άνθη από τα οποία τα δύο είναι γόνιμα.
Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα (έχουν και αρσενικά και θηλυκά όργανα) και γονιμοποιούνται με τον αέρα.
Ο καρπός της σίκαλης είναι πιο μακρύς και πιο μυτερός από αυτόν του σιταριού έχει δε χρώμα λαδί, σκούρο πράσινο, κίτρινο ή κυανοπράσινο.
Η σίκαλη ευδοκιμεί περισσότερο σε ψυχρά κλίματα και είναι ανθεκτική σε δύσκολες συνθήκες, ενώ ταλαιπωρείται πολύ σε υψηλές θερμοκρασίες.
Ποικιλίες που φυτεύονται τους φθινοπωρινούς μήνες μπορούν να αντέξουν και σε θερμοκρασίες 30 βαθμών υπό το μηδέν. Έτσι σίκαλη φυτεύεται σε βόρειες ψυχρές περιοχές, όπου άλλα σιτηρά δεν θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν.
Στη χώρα μας καλλιεργείται κυρίως στη Μακεδονία, Ήπειρο, Θράκη και Θεσσαλία.
Ο κόκκος της σίκαλης είναι θρεπτικός περιέχοντας έλαια, άμυλο, αρκετές πρωτεΐνες, βιταμίνες της ομάδας Β και κάλιο. Τα άλευρά της έχουν μικρότερη θρεπτική αξία από του σταριού και δίνουν σκουρόχρωμο ψωμί που όμως διατηρείται μαλακό για περισσότερο διάστημα.
Στη βόρεια Ευρώπη η χρήση ψωμιού από σίκαλη είναι μεγάλη γιατί προτιμάται από μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Συνήθως στο ψωμί αυτό προστίθεται και σιτάρι έτσι ώστε να βοηθήσει στο φούσκωμα καθώς τα άλευρα από σίκαλη δεν βοηθούν σε αυτό.
Η σίκαλη εκτός από την παραγωγή αλεύρων και ψωμιού χρησιμοποιείται στην παρασκευή οινοπνευματωδών ποτών καθώς και αναμεμιγμένη με άλλες τροφές στην παρασκευή ζωοτροφών.
Το σκληρό άχυρο του βλαστού της χρησιμοποιείται στην κατασκευή σκεπών σε πρόχειρα καταλύματα και καλύβες, στην κατασκευή ψάθινων καπέλων, χαρτιού και διαφόρων στρωμάτων.
Αναφέρεται από το Γαληνό ότι καλλιεργήθηκε την εποχή του στη Θράκη και Μακεδονία. Η καλλιέργειά της διαδόθηκε σχεδόν σ’ όλη τη γη, ιδιαίτερα όμως ακμάζει στην πρώην Σοβιετική Ένωση και Σκανδιναβία.
Περιέχει υδατάνθρακες, φυτικές ίνες, λίπος, πρωτείνη, βιταμίνη Α, θειαμίνη (Β1), ριβοφλαβίνη (Β2), νιασίνη (Β3), παντοθενικό οξύ (Β5), βιταμίνη Β6, φολικό οξύ (Β9), βιταμίνη Ε, βιταμίνη Κ, ασβέστιο, σίδηρο, μαγγάνιο, φώσφορο, κάλιο, νάτριο, ψευδάργυρο, χαλκό, μαγνήσιο και σελήνιο.
Το φυτό ανθίζει από τον Μάιο μέχρι τον Ιούλιο ενώ οι σπόροι του ωριμάζουν Αύγουστο και Σεπτέμβριο.
Μελισσοκομικά δεν υπάρχουν πληροφορίες για το αν δουλεύεται από τις μέλισσες και τι δίνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου