23 Αυγ 2017



Βελανιδιά, Βαλανιδιά, δρυς, δένδρο, ρουπάκι, ρένια , ροτούκι, τζέρο, τσέρο ( Quercus spp )

Η βελανιδιά είναι γένος φυτών, της οικογένειας των Φηγοειδών (Fagaceae) με 531 αυτοφυή είδη του βόρειου ημισφαίριου της γης. Είναι το κατ΄ εξοχήν δένδρο των Δρυμών.

Είναι δέντρα από 5 έως 30 μέτρα ύψος, αιωνόβια που βρίσκονται είτε σε πεδινές είτε σε ορεινές περιοχές.
Ο καρπός της βελανιδιάς είναι το βελανίδι, χρήσιμο για ζωοτροφές και στη βυρσοδεψία. Το ξύλο όλων των ειδών είναι βαρύ, σκληρό και δεν σαπίζει εύκολα.
Χρησιμοποιείται στην οικοδομική, ναυπηγική, επιπλοποιία, στην κατασκευή σανίδων, δοκαριών και παρασκευάζονται από αυτό ξυλάνθρακες πολύ καλής ποιότητας.


Τα κυριότερα είδη που βρίσκονται στην Ελλάδα και την Κύπρο είναι :

1. Η ήμερη βελανιδιά (λατ. Quercus ithaburensis subsp. macrolepis). Φτάνει τα 30 μέτρα σε ύψος και ευδοκιμεί σε θερμό και ξηρό περιβάλλον, βρίσκεται στις περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου σε πεδινές περιοχές, καθώς και στους πρόποδες των βουνών. 

Τα φύλλα της είναι δερματώδη, ωοειδή με οξείες παρυφές , χνουδωτά. Ο καρπός της είναι σκληρό κάρυο κυπελλοφόρο και μονόσπερμο. Το κύπελλο του καρπού φέρει πυκνά αγκαθωτά λέπια. Πάντως υπάρχουν και άκαρπα δέντρα και αυτό αποδίδεται στην κακή ανθοφορία. Το ξύλο της είναι βαρύ και πολύ σκληρό. 
Στην Ελλάδα βρίσκεται στις Κυκλάδες, βόρειες Σποράδες, Αττική, Ρόδο, Κρήτη, Θεσσαλία και Βοιωτία. Από τα κύπελλα των καρπών βγαίνει εκχύλισμα που είναι χρήσιμο στη βαφική και τη βυρσοδεψία.

2. Η δρυς η έμμισχος (λατ. Quercus robur). Φτάνει σε ύψος τα 25 μέτρα και σχηματίζει μεγάλα δάση στις περιοχές της Βορείου και κεντρικής Ευρώπης Ο κορμός της έχει χρώμα γκριζωπό ή σκούρο γκρίζο και ο φλοιός βαθιές ρωγμές. Τα φύλλα της αναπτύσσονται μαζί με τα άνθη και είναι ενωμένα, λεία και έχουν ακανόνιστους λοβούς. Τα βαλανίδια έχουν χαρακτηριστικό μακρύ ποδίσκο. Στην Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλές ορεινές περιοχές και σε υψόμετρο από 800-1000 μέτρα.

3. Η δρυς η άμισχος (δρυς η πετραία, λατ. Quercus petraea). Διαφέρει από την έμμισχο στο ότι τα βαλανίδια της έχουν μικρό μίσχο. Μαζί με την έμμισχο αποτελούν τις άγριες βελανιδιές.

4. Δρυς η Μακεδονική (δρυς η τρωική, λατ. Quercus trojana). Φτάνει σε ύψος τα 20 μέτρα και βρίσκεται στις περιοχές των Βαλκανίων. Στην Ελλάδα βρίσκεται με μεμονωμένα δέντρα σε δασικές περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης.

5. Η δρυς η κηρρίς (λατ. Quercus cerris). Συγγενικό είδος με τα προηγούμενα. Βρίσκεται σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες και στην Ελλάδα είναι αναμεμειγμένη με άλλα δέντρα. Ο φλοιός της έχει βαθιές, ευθύγραμμες ρωγμές και τα βελανίδια της είναι μεγάλα, μακριά με κύπελλο που φέρει πολλά λέπια. Το είδος αυτό το αναφέρει και ο Θεόφραστος με το όνομα Αλοίφιος, ή Ασπρίς.

6. Η λατζιά (δρυς η κληθρόφυλλη, λατ. Quercus alnifolia), θαμνώδες αειθαλές ενδημικό είδος της Κύπρου.

7. Το πουρνάρι, ή πιρνάρι, ή πρίνος (δρυς η κοκκοφόρος, λατ. Quercus coccifera), θαμνώδης αείφυλλος σκληρόφυλλος θάμνος με ευρεία εξάπλωση στην περιοχή της Μεσογείου. Σημαντικότερη ποικιλία αυτού είναι ο "χαμόπρινος" της οποίας το μεν ξύλο χρησιμοποιείται στη παραγωγή ανθράκων, οι δε νεαροί βλαστοί του ως τροφή αιγοπροβάτων. 
Επίσης ο φλοιός της ρίζας του είναι βυρσοδεψικός, ενώ το σπέρμα του είναι βαφικό, γνωστό ως "πρινοκόκι". Άλλες ονομασίες αυτού του είδους είναι: κατσόπρινος, κατσιδοπίρναρο κ.ά.

8. Η δρυς η βαφική (λατ. Quercus infectoria), ημιφυλλοβόλο δέντρο με εξάπλωση από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου μέχρι το ΝΔ. Ιράν.


Από ένα είδος βελανιδιάς, το φελλόδεντρο (Querqus suber), εξάγεται από το εξωτερικό μέρος του κορμού του φυτού ο φελλός, υλικό το οποίο έχει πολλές εφαρμογές χάρη στις ιδιότητές του.
Το έντομο Kermes quercus διαπιστώθηκε ότι παρασιτεί στα περισσότερα είδη και παράγει μελιτώματα.
Το καλοκαίρι σε περιοχές με αυξημένη υγρασία, το παράσιτο ευνοείται και αναπτύσσει, μεγάλους πληθυσμούς , με αποτέλεσμα , να δίνει μεγάλες ποσότητες μελιτωμάτων, τους μήνες Ιούνιο μέχρι και τέλους Αυγούστου.
Το μέλι της βελανιδιάς στην αρχή, παράγεται από το φύλο και είναι ανοιχτόχρωμο και ρευστό, ενώ στην συνέχεια μόλις σκάσει το βελανίδι, με τις μεγάλες ζέστες, το μελίτωμα γίνεται πολύ σκούρο και βγαίνει από το βελάνι.
Το μειονέκτημα της συλλογής μελιτωμάτων από την Βελανιδιά, είναι ότι τα μελίσσια λόγω έλλειψης γύρης, περιορίζουν την εκτροφή του γόνου, με αποτέλεσμα να εξασθενούν .
Αν μεταφέρουμε αμέσως μετά σε γυρεοφόρες ανθοφορίες θα ξεχειμωνιάσουν χωρίς πρόβλημα.
Το μέλι της βελανιδιάς γοητεύει όλο και περισσότερο τους καταναλωτές που αγαπούν τις έντονες γεύσεις, έχει υψηλή διατροφική αξία, και έχει χαρακτηριστεί ως το πιο αντιοξειδωτικό μέλι με πλούσια μέταλλα – ιχνοστοιχεία και άλλα ειδικά χαρακτηριστικά που δεν βρίσκουμε σε άλλα μέλια.
Σε έρευνα που έκανε το ΑΠΘ, έγινε άλλη μια τρομερή ανακάλυψη.
Πήραν δείγμα απο μέλι manuka (το μέλι του εξωτερικού που διαφημίζεται παγκοσμίως ως το καλύτερο για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες) και σύγκριναν την σύνθεση του με τα δικά μας. Το αποτέλεσμα ήταν απρόσμενο.
Το πολυδιαφημισμένο μέλι manuka δεν είχε τέτοια αντιοξειοδοτική δράση όπως το ελληνικό μέλι. Συγκεκριμένα η έρευνα έδειξε ότι το μέλι με την περισσότερο αντ. δράση ήταν το μέλι βελανιδιάς και ακολουθούσαν το έλατο, το ερείκι, η καστανιά το πεύκο το θυμάρι και η πορτοκαλιά.

Συνήθως τα μελίσσια δουλεύουν την βελανιδιά , στις αρχές που ξεκινά να στάζει το μελίτωμα, που τα φυτά έχουν πολλούς χυμούς μέσα, και οι μέλισσες το συλλέγουν με ιδιαίτερη ευκολία.
Καθώς προχωράει η μελιτοφορία, και παρουσιάζονται συνθήκες ξηρασίας το μελίτωμα σκληραίνει, ξινίζει και οι μέλισσες δεν το συλλέγουν.
Σε μια τέτοια περίπτωση λοιπόν, χρειάζεται μια καλή βροχούλα προκειμένου να το ξεπλύνει και να δώσει εκ νέου χυμώδες μαλακό μελίτωμα.
Η βελανιδιά δεν επηρεάζεται από τις βροχές, μάλιστα τις χρειάζεται, και όταν πέσει βροχή αυτή ξαναδίνει μέσα σε 2-3 ημέρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου